Η Επιτροπή δημοσίευσε την Παρασκευή 28 Ιανουαρίου κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον προσδιορισμό και τον χαρακτηρισμό νέων προστατευόμενων φυσικών περιοχών στην ΕΕ, καθώς και σχετικά με τη διαχείριση των υφιστάμενων και μελλοντικών προστατευόμενων περιοχών.

Η στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030, μια βασική πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, έχει ως στόχο να θέσει τη βιοποικιλότητα της Ευρώπης σε τροχιά ανάκαμψης έως το 2030. Για να συμβάλει στην επίτευξη αυτού του στόχου, η στρατηγική αποσκοπεί στην προστασία τουλάχιστον του 30% της ξηράς και των θαλασσών της ΕΕ έως το 2030.

Οι εν λόγω στόχοι της ΕΕ συνάδουν με τους παγκόσμιους στόχους που προτάθηκαν κατά τη 15η διάσκεψη των μερών (COP15) της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τη βιοποικιλότητα. Το ένα τρίτο αυτών των περιοχών της ΕΕ, οι οποίες είναι πολύ σημαντικές όσον αφορά τη βιοποικιλότητα και το κλίμα, θα πρέπει να προστατεύονται αυστηρά, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, σύμφωνα με τη στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα. Οι κατευθυντήριες γραμμές που εγκρίθηκαν σήμερα θα βοηθήσουν τα κράτη μέλη να επιτύχουν αυτούς τους στόχους και να δημιουργήσουν ένα συνεκτικό διακρατικό δίκτυο.

Ο Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος κ. Φρανς Τίμερμανς, αρμόδιος για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, δήλωσε σχετικά: «Για να κατευθύνουμε την οικονομία μας προς μια πραγματικά βιώσιμη πορεία, πρέπει να δώσουμε στη φύση τη δυνατότητα να ανακάμψει. Η επέκταση των προστατευόμενων περιοχών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, είναι απαραίτητη για να δοθεί αυτή η δυνατότητα στη φύση.»

Ο Επίτροπος Περιβάλλοντος, Ωκεανών και Αλιείας κ. Βιργκίνιους Σινκέβιτσους πρόσθεσε: «Εξαρτόμαστε από τη φύση και πρέπει να τη διαφυλάξουμε. Το δίκτυο Natura 2000 αποτελεί πυλώνα ενός διευρωπαϊκού δικτύου για τη φύση, ωστόσο απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες σε εθνικό επίπεδο για την ολοκλήρωσή του. Οι κατευθυντήριες γραμμές παρέχουν στα κράτη μέλη εργαλεία που θα τα βοηθήσουν να εντοπίσουν, να χαρακτηρίσουν και να διαχειριστούν πρόσθετες προστατευόμενες περιοχές. Θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε για να οδηγήσουμε την ευρωπαϊκή φύση σε πορεία ανάκαμψης έως το 2030, προς όφελος του πλανήτη μας και της οικονομίας μας.»

Το υφιστάμενο δίκτυο νομικά προστατευόμενων περιοχών δεν είναι αρκετά εκτεταμένο, ώστε να διαφυλάξει τη βιοποικιλότητα. Οι πρόσθετοι χαρακτηρισμοί θα πρέπει είτε να συμβάλλουν στην ολοκλήρωση του δικτύου Natura 2000 είτε να γίνονται στο πλαίσιο εθνικών συστημάτων προστασίας. Οι στόχοι για το 2030 ισχύουν σε ολόκληρη την ΕΕ, ενώ κάθε κράτος μέλος θα ορίσει τις προστατευόμενες περιοχές με βάση αντικειμενικά οικολογικά κριτήρια και με βάση την ποσότητα και την ποιότητα της βιοποικιλότητας που διαθέτει. Τα οικολογικά και οικονομικά οφέλη είναι δεδομένα, εφόσον μόνο οι υπηρεσίες οικοσυστημάτων του υφιστάμενου δικτύου Natura 2000 (τρόφιμα, διήθηση νερού και αέρα, ανθεκτικότητα σε καταστροφές κ.λπ.) εκτιμώνται σε 300 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ το δίκτυο στηρίζει περίπου 500.000 θέσεις εργασίας.

Το έγγραφο καθοδήγησης εκπονήθηκε σε συνεργασία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, μετά από συζητήσεις με εθνικούς εμπειρογνώμονες και οργανώσεις ενδιαφερομένων μερών που διήρκεσαν ένα χρόνο.

καθώς και σχετικά με τη διαχείριση των υφιστάμενων και μελλοντικών προστατευόμενων περιοχών.

Η στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030, μια βασική πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, έχει ως στόχο να θέσει τη βιοποικιλότητα της Ευρώπης σε τροχιά ανάκαμψης έως το 2030. Για να συμβάλει στην επίτευξη αυτού του στόχου, η στρατηγική αποσκοπεί στην προστασία τουλάχιστον του 30% της ξηράς και των θαλασσών της ΕΕ έως το 2030.

Οι εν λόγω στόχοι της ΕΕ συνάδουν με τους παγκόσμιους στόχους που προτάθηκαν κατά τη 15η διάσκεψη των μερών (COP15) της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τη βιοποικιλότητα. Το ένα τρίτο αυτών των περιοχών της ΕΕ, οι οποίες είναι πολύ σημαντικές όσον αφορά τη βιοποικιλότητα και το κλίμα, θα πρέπει να προστατεύονται αυστηρά, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, σύμφωνα με τη στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα. Οι κατευθυντήριες γραμμές που εγκρίθηκαν σήμερα θα βοηθήσουν τα κράτη μέλη να επιτύχουν αυτούς τους στόχους και να δημιουργήσουν ένα συνεκτικό διακρατικό δίκτυο.

Ο Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος κ. Φρανς Τίμερμανς, αρμόδιος για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, δήλωσε σχετικά: «Για να κατευθύνουμε την οικονομία μας προς μια πραγματικά βιώσιμη πορεία, πρέπει να δώσουμε στη φύση τη δυνατότητα να ανακάμψει. Η επέκταση των προστατευόμενων περιοχών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, είναι απαραίτητη για να δοθεί αυτή η δυνατότητα στη φύση.»

Ο Επίτροπος Περιβάλλοντος, Ωκεανών και Αλιείας κ. Βιργκίνιους Σινκέβιτσους πρόσθεσε: «Εξαρτόμαστε από τη φύση και πρέπει να τη διαφυλάξουμε. Το δίκτυο Natura 2000 αποτελεί πυλώνα ενός διευρωπαϊκού δικτύου για τη φύση, ωστόσο απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες σε εθνικό επίπεδο για την ολοκλήρωσή του. Οι κατευθυντήριες γραμμές παρέχουν στα κράτη μέλη εργαλεία που θα τα βοηθήσουν να εντοπίσουν, να χαρακτηρίσουν και να διαχειριστούν πρόσθετες προστατευόμενες περιοχές. Θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε για να οδηγήσουμε την ευρωπαϊκή φύση σε πορεία ανάκαμψης έως το 2030, προς όφελος του πλανήτη μας και της οικονομίας μας.»

Το υφιστάμενο δίκτυο νομικά προστατευόμενων περιοχών δεν είναι αρκετά εκτεταμένο, ώστε να διαφυλάξει τη βιοποικιλότητα. Οι πρόσθετοι χαρακτηρισμοί θα πρέπει είτε να συμβάλλουν στην ολοκλήρωση του δικτύου Natura 2000 είτε να γίνονται στο πλαίσιο εθνικών συστημάτων προστασίας. Οι στόχοι για το 2030 ισχύουν σε ολόκληρη την ΕΕ, ενώ κάθε κράτος μέλος θα ορίσει τις προστατευόμενες περιοχές με βάση αντικειμενικά οικολογικά κριτήρια και με βάση την ποσότητα και την ποιότητα της βιοποικιλότητας που διαθέτει. Τα οικολογικά και οικονομικά οφέλη είναι δεδομένα, εφόσον μόνο οι υπηρεσίες οικοσυστημάτων του υφιστάμενου δικτύου Natura 2000 (τρόφιμα, διήθηση νερού και αέρα, ανθεκτικότητα σε καταστροφές κ.λπ.) εκτιμώνται σε 300 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ το δίκτυο στηρίζει περίπου 500.000 θέσεις εργασίας.

Το έγγραφο καθοδήγησης εκπονήθηκε σε συνεργασία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, μετά από συζητήσεις με εθνικούς εμπειρογνώμονες και οργανώσεις ενδιαφερομένων μερών που διήρκεσαν ένα χρόνο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλούμε εισάγετε το σχόλιο σας
Παρακαλούμε εισάγετε το όνομά σας