Με επιτυχία παρουσιάστηκε, την Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου, σε εκδήλωση στο αμφιθέατρο της ΓΣΕΒΕΕ, η Ετήσια Έκθεση 2022 του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, με τίτλο “Κρίσεις, ελληνική οικονομία και μικρές επιχειρήσεις”.

Η εκδήλωση, η οποία διοργανώθηκε σε υβριδική μορφή συνδυάζοντας την δια ζώσης αλλά και την διαδικτυακή παρακολούθηση, συγκέντρωσε το ενδιαφέρον περισσότερων από 350 συμμετεχόντων, συμπεριλαμβανομένων εκπροσώπων της κυβέρνησης, των κομμάτων, της αντιπολίτευσης, της Τράπεζας της Ελλάδος καθώς και εκπροσώπων των κοινωνικών εταίρων, της επιστημονικής και της επιχειρηματικής κοινότητας.

Τοποθετήσεις-παρεμβάσεις, κατά την διάρκεια της εκδήλωσης, έκαναν ο πρόεδρος του ΙΜΕ και της ΓΣΕΒΕΕ κ. Γιώργος Καββαθάς, ο Υπουργός Οικονομικών, κ. Χρήστος Σταϊκούρας, ο πρώην υπουργός Ανάπτυξης και τομεάρχης Ανάπτυξης του Σύριζα- Προοδευτική Συμμαχία, κ. Αλέξης Χαρίτσης, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Κινήματος Αλλαγής, κ. Μιχάλης Κατρίνης, ο εκπρόσωπος της Ελληνικής Λύσης, κ. Νικόλαος Δευτεραίος, ο συντονιστής τομέα μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας του ΜέΡΑ25, κ. Θεόδωρος Βασιλακόπουλος, ο Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Θόδωρος Πελαγίδης και ο Πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου. Την Ετήσια Έκθεση 2022 ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ «Κρίσεις, ελληνική οικονομία και μικρές επιχειρήσεις» παρουσίασε εκ των συγγραφέων της Έκθεσης το επιστημονικό στέλεχος του ΙΜΕ – ΓΣΕΒΕΕ κ. Δημήτρης Γιακούλας.

Όπως δήλωσε ο πρόεδρος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ κ. Γιώργος Καββαθάς «έχουμε διανύσει πάνω από 3 χρόνια από τη δημοσίευση της πρώτης Έκθεσης του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ το 2019, μιας έκθεσης που πλέον είναι θεσμός για την επιστημονική σκέψη, τις πολιτικές και τον δημόσιο διάλογο γύρω από τα θέματα ενδιαφέροντος των μικρών επιχειρήσεων. Δίχως αμφιβολία αυτή η περίοδος ήταν γεμάτη από πρωτόγνωρα γεγονότα και εξελίξεις, καθώς συνέπεσε χρονικά με το ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19 αλλά και με την ενεργειακή κρίση και την κρίση ακρίβειας. Οι επιπτώσεις αυτών των διαδοχικών ως προς την έναρξη, και ταυτόχρονων ως προς τις επιπτώσεις, κρίσεων στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στον κόσμο έχουν αφήσει διακριτό αποτύπωμα σε εισόδημα, απασχόληση και οικονομία. Επιπτώσεις που έρχονται να προστεθούν σε δομικές δυσκολίες των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Παράλληλα με τις έκτακτες κρίσεις, δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε την κλιματική αλλαγή και τις ορατές, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, επιπτώσεις της και στην Ελλάδα, τη ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη και το συνακόλουθο ψηφιακό μετασχηματισμό που φέρνει η 4η Βιομηχανική Επανάσταση, όπως και τις αλλαγές σε εργασία και επιχειρηματικότητα τις οποίες επιτάχυνε μεταξύ άλλων και υγειονομική κρίση. Το μείγμα πολιτικών που ακολουθήθηκε, καθώς και ο σχεδιασμός αξιοποίησης των διαθέσιμων, τακτικών και έκτακτων, χρηματοδοτικών εργαλείων προφανώς λειτούργησε και λειτουργεί ως φίλτρο των όποιων επιπτώσεων στις μικρές επιχειρήσεις. Επιχειρήσεις που την τελευταία περίοδο αντιμετωπίζουν διπλή πρόκληση προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα, η οποία χαρακτηρίζεται αφενός από την εκτίναξη του λειτουργικού τους κόστους σε ενέργεια, καύσιμα, πρώτες ύλες, και αφετέρου από την κατακρήμνιση των οικογενειακών εισοδημάτων που προκαλεί αλυσιδωτές επιπτώσεις στην αγορά. Εντός αυτής της εκρηκτικής πραγματικότητας για τις μικρές επιχειρήσεις δοκιμάστηκε και δοκιμάζεται έντονα ο βαθμός ανθεκτικότητάς τους στην κάθε δράση του οικονομικού κύκλου.

Ανθεκτικότητα απέναντι στις επιπτώσεις των κρίσεων, αλλά όχι σπάνια και απέναντι στο πολιτικό αντίδοτο που κάθε φορά επιλέγεται. Με αυτά τα δεδομένα, η τέταρτη έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ έχει εκ των πραγμάτων μια ιδιαίτερη εστίαση στη συστηματική καταγραφή και αποτύπωση αυτών τω επιπτώσεων. Υπό το πρίσμα αυτό, επιχειρεί να αναδείξει τις σημαντικότερες τάσεις σε επίπεδο οικονομικού περιβάλλοντος, τις επιπτώσεις των κρίσεων στην οικονομία και στις μικρές επιχειρήσεις, καθώς και τις επιλογές αντιμετώπισής τους. Πιστό στο διαχρονικό του ρόλο ως προς την τεκμηριωμένη μελέτη των οικονομικών, παραγωγικών και τεχνολογικών τάσεων, καθώς και τη συστηματική διερεύνηση των εξειδικευμένων αναγκών των μικρών επιχειρήσεων, το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ επιμένει στην ποιοτική επιστημονική έρευνα και στις τεκμηριωμένες προτάσεις του, επιδιώκοντας σταθερά να συμβάλλει στη βελτίωση των διαστάσεων του μεταβαλλόμενου επιχειρηματικού περιβάλλοντος και στην αναβάθμιση του δημόσιου διαλόγου».

Η ‘Εκθεση διαρθρώνεται σε τρία μέρη:

Στο πρώτο μέρος επιχειρείται μια κατά το δυνατό αναλυτική και συστηματική αποτύπωση του ευρύτερου μακρο-οικονομικού περιβάλλοντος με την καταγραφή της πορείας σημαντικών οικονομικών μεγεθών.

Στο δεύτερο μέρος περιγράφεται αρχικά το μικροοικονομικό περιβάλλον έχοντας ως πεδίο εστίασης τις επιπτώσεις των πολλαπλών κρίσεων οι οποίες αποτυπώνονται από τα ευρήματα των τακτικών Ερευνών Κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.

Στο τρίτο μέρος μέσα από μία σειρά αυτόνομων κειμένων συνεργατών του Ινστιτούτου, διερευνώνται πτυχές των πολλαπλών κρίσεων στη διεθνή και ελληνική οικονομία.

Η εκδήλωση υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του έργου «Παρεμβάσεις της ΓΣΕΒΕΕ για τη συστηματική παρακολούθηση και πρόγνωση αλλαγών του παραγωγικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων» με κωδικό ΟΠΣ 5003864. Το έργο συγχρηματοδοτείται από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα & Καινοτομία 2014-2020».

Βασικά σημεία της Έκθεσης

· Για την ελληνική οικονομία το έτος 2021 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα έτος ανάκαμψης από την πανδημία, με το ΑΕΠ να μεγεθύνεται κατά 7,50% σε σταθερές τιμές, επιστρέφοντας κοντά στο επίπεδο του 2019, που ήταν η χρονιά πριν την πανδημία και μία από τις καλύτερες χρονιές για την ελληνική οικονομία, μετά την κρίση χρέους. Ωστόσο, ο ρυθμός ανάκαμψης της Ελλάδας σε σχέση με το επίπεδο του 2019 ήταν από τους χαμηλότερους στην ΕΕ.

· Οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών το 2021 αυξήθηκαν κατά 4,68%, χωρίς ωστόσο να φτάσουν το επίπεδο του 2019, ενώ κατά το 1ο εξάμηνο του 2022 ξεπέρασαν τις αντίστοιχες δαπάνες του 2019, αγγίζοντας τα επίπεδα του 2011.

· Η δημόσια κατανάλωση το 2021 αυξήθηκε κατά 2,11% η οποία είναι μία από τις χαμηλότερες αυξήσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Σε ελαφρώς αυξημένα επίπεδα βρίσκεται και για το 1ο εξάμηνο του 2022.

· Οι επενδύσεις το 2021 παρουσιάζουν σημαντική αύξηση φτάνοντας τα 23.731 εκ. €, που αποτελεί την καλύτερη επίδοση μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η καθαρή αποεπένδυση που συντελείται στην ελληνική οικονομία εδώ και 12 χρόνια ήταν για πρώτη φορά αισθητά μειωμένη.

· Το 2021 παρατηρήθηκε μία πρωτόγνωρη αύξηση των εισροών Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, οι οποίες ανήλθαν στα 5.350 εκ. €. Ωστόσο, εάν δούμε τη συνολική εικόνα των αποθεμάτων Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, θα διαπιστώσουμε ότι αυτές γνώρισαν σημαντική μείωση το 2020 κατά 21% περίπου και η αύξηση των εισροών το 2021 δεν ήταν ικανή να επαναφέρει τα αποθέματα στο επίπεδο πριν την πανδημία.

· Το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκε στα -11.560 εκ. € σε σταθερές τιμές, αλλά εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα υψηλό, ενώ αναμένεται το 2022 να εκτιναχθεί λόγω της αύξησης των τιμών των καυσίμων.

· Θετική εξέλιξη αποτελεί η συνέχιση της αποκλιμάκωσης της ανεργίας το 2021 και το 2022. Ωστόσο το ποσοστό ανεργίας της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι υψηλό. Παράλληλα με τη μείωση της ανεργίας αυξάνονται και οι κενές θέσεις εργασίας στην Ελλάδα, οι οποίες όμως είναι αναλογικά πολύ λιγότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ.

· Η ανάκαμψη των καταθέσεων, η οποία είχε ξεκινήσει από τα τέλη του 2018 συνεχίζεται, αλλά με χαμηλότερους ρυθμούς, φτάνοντας στα 217.747 εκ. € τον Δεκέμβριο του 2021 και στα 226.061 εκ. € τον Σεπτέμβριο του 2022 οι οποίες, ωστόσο, δεν έχουν φτάσει ακόμα τα επίπεδα πριν την κρίση χρέους.

· Όσον αφορά στα επιτόκια, έφτασαν τον Σεπτέμβριο του 2022 στο 4,60% από 4,00% που ήταν τον προηγούμενο μήνα. Παράλληλα, το επιτόκιο καταθέσεων μέχρι στιγμή παραμένει πρακτικά σε μηδενικό επίπεδο, ενώ, αν λάβουμε υπόψη το ύψος του πληθωρισμού, είναι σημαντικά αρνητικό.

· Επιπλέον, τα επιτόκια δανεισμού είναι σημαντικά υψηλότερα για τους αυτοαπασχολούμενους, τους αγρότες και τις ατομικές επιχειρήσεις σε σχέση με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, με τις πρώτες να δανείζονται με έως και 2,5% υψηλότερο επιτόκιο από τις δεύτερες.

· Η αύξηση της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας συνεχίζεται φτάνοντας σε καθαρές ροές τα 5.677 εκ. € το 2021 και στα 9.864 εκ. € την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2022. Ωστόσο, η εικόνα αυτή δεν αφορά τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις τα οποία εξακολουθούν να είναι αποκλεισμένα και να δέχονται σταθερά μειούμενη ροή χρηματοδότησης.

· Στην Ελλάδα, μετά από μία σύντομη περίοδο αποπληθωρισμού κατά τη διάρκεια της πανδημίας, εμφανίστηκε πληθωρισμός στα μέσα του 2021 με σχετική καθυστέρηση σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης και κλιμακώθηκε ραγδαία το 2022 ξεπερνώντας το 12% τον Ιούνιο. Τέτοια επίπεδα πληθωρισμού είχαμε να δούμε στη χώρα μας από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

· Οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών σημειώθηκαν στην ενέργεια, με το φυσικό αέριο να αυξάνεται μεσοσταθμικά το 2022 κατά 282,51% σε σχέση με το 2020, ενώ το πετρέλαιο και το ηλεκτρικό ρεύμα αυξήθηκαν κατά 79,56% και 59,87% αντίστοιχα.

· Οι πληθωριστικές τάσεις παρέσυραν και το κόστος μεταφορών ,το οποίο αυξήθηκε κατά 20,34%, καθώς και το κόστος διατροφής, το οποίο έχει πολύ μεγάλο βάρος στο καλάθι του καταναλωτή, κατά 12,04%.

· Μετά τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, τον οποίον προκάλεσαν τα μέτρα στήριξης της οικονομίας το 2020, το έλλειμμα το 2021 περιορίστηκε κατά -17,60%, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται στο ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο των -13.538 εκ. €. Η κατάσταση βελτιώνεται σημαντικά το 2022, όπου το 2ο τρίμηνο περάσαμε για πρώτη φορά σε πλεόνασμα μετά το 2019.

· Το ενοποιημένο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης συνεχίζει να αυξάνεται φτάνοντας τα 359.110 εκ. € το 2ο τρίμηνο του 2022, όμως ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε στο 182,1%, κυρίως λόγω της αύξησης του ΑΕΠ, μετά το ιστορικό μέγιστο του 209,3% κατά το 1ο τρίμηνο του 2021. Με βάση την αναλογία χρέους/ ΑΕΠ η Ελλάδα είναι η πιο υπερχρεωμένη χώρα στην ΕΕ και η 4η πιο υπερχρεωμένη χώρα στον κόσμο. Η συγκυρία δημιουργεί σημαντικές επισφάλειες για την εξέλιξη του χρέους για τα επόμενα χρόνια σε περίπτωση μίας γενικευμένης ύφεσης λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς και λόγω της αύξησης των επιτοκίων, η οποία φαίνεται πως θα συνεχιστεί.

Η εικόνα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων

· Οι ανατιμήσεις, ιδίως στις τιμές ενέργειας, προκάλεσαν στις επιχειρήσεις τρεις σοβαρές και αλληλένδετες επιπτώσεις.

· Η πρώτη επίπτωση ήταν η σημαντική αύξηση του κόστους λειτουργίας τους. Ειδικότερα, το πρώτο εξάμηνο του 2022 το κόστος ενέργειας αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 76%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 43,5%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 57,8% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 26,2%.

· Η δεύτερη επίπτωση ήταν ο ιστορικά υψηλός αριθμός των επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών. Με βάση τις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι αύξησαν τις τιμές τους διαρκώς αυξάνονται, καθώς από 6,6% που ήταν το 2ο εξάμηνο του 2020, ανήλθαν στο 23,6% το 1ο εξάμηνο του 2021, στο 34,8% το 2ο εξάμηνο του 2021 και στο 59,2% το 1ο εξάμηνο του 2022.

· Η τρίτη επίπτωση, που σχετίζεται τόσο με την αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, όσο και με τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης, αφορά στα σοβαρά προβλήματα ρευστότητας που παρουσιάζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Το πρόβλημα ρευστότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αποτυπώνεται από την αύξηση των ήδη υψηλών ποσοστών των επιχειρήσεων με μηδενικά ή αρκετά χαμηλά ταμειακά διαθέσιμα. Η κατάσταση φαίνεται να έχει επιδεινωθεί σημαντικά από την έναρξη της πανδημίας, καθώς οι επιχειρήσεις οι οποίες τον Ιούλιο του 2022 δήλωσαν ότι είχαν μηδενικά ρευστά διαθέσιμα αντιστοιχούσαν στο 27,8% του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Ειδικά για τις πολύ μικρές, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων, τα σοβαρά προβλήματα ρευστότητας είναι εντονότερα, καθώς και η δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης.

· Από την άλλη, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ενισχύθηκε περαιτέρω, τόσο το δεύτερο εξάμηνο του 2021 όσο και το πρώτο εξάμηνο του 2022. Συγκεκριμένα, ανήλθε στις 52,4 και 54,3 μονάδες αντίστοιχα, καταγράφοντας το πρώτο εξάμηνο του 2022 την υψηλότερη επίδοση από την εκδήλωση της υγειονομικής κρίσης, χωρίς ωστόσο να προσεγγίζει το προ πανδημίας επίπεδο.

· Αυξητικά κινήθηκε και η απασχόληση, ενώ ενισχυμένο ήταν και το ποσοστό των επιχειρήσεων που πραγματοποίησε επενδύσεις. Το πλήρες άνοιγμα της οικονομίας, η πολύ καλή τουριστική περίοδος, η μείωση φορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων και τα μέτρα αντιμετώπισης των υψηλών τιμών ενέργειας, θεωρούνται οι βασικοί παράγοντες των θετικών αυτών εξελίξεων.

· Ωστόσο, σε σχέση με τις επενδύσεις, από τα στοιχεία φαίνεται πως αποτελούσαν κυρίως επενδύσεις προσαρμογής ή συντήρησης και λιγότερο επέκτασης ή ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, το μεγάλο μέρος των επενδύσεων ήταν μικρής κλίμακας, δεδομένου ότι το ύψος της επένδυσης για περισσότερες από 1 στις 2 επιχειρήσεις ήταν έως 5.000€, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων (περισσότερες από 8 στις 10) χρηματοδότησε την επένδυση που πραγματοποίησε με ίδια κεφάλαια.

· Τέλος, όσον αφορά στον ψηφιακό μετασχηματισμό των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, παρατηρείται υστέρηση στην ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών. Είναι χαρακτηριστικό πως από τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που έχουν ενσωματώσει νέες τεχνολογίες στη δραστηριότητα τους μόνο το 17,4% τις υιοθέτησε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλούμε εισάγετε το σχόλιο σας
Παρακαλούμε εισάγετε το όνομά σας